- δίδραγμον
- δίδραγμονweight of twoneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίδραγμον — δίδραγμον, το (AM) νόμισμα δύο δραχμών, δίδραχμο (βλ. δίδραχμος). [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. του δίδραχμον*] … Dictionary of Greek
διδράγμων — δίδραγμον weight of two neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίδραγμα — δίδραγμον weight of two neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)